αλλοφρονώ

αλλοφρονώ
(Α ἀλλοφρονῶ, -έω) [ἀλλόφρων]
κυριεύομαι από μανία, γίνομαι εκτός εαυτού, παραφρονώ
αρχ.
1. σκέπτομαι άλλα πράγματα, δεν δίνω προσοχή σε κάτι
2. είμαι αναίσθητος, λιπόθυμος
3. έχω διαφορετική γνώμη, έχω κάτι άλλο στον νου μου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλλοφρονώ — ησα, είμαι ή γίνομαι αλλόφρονας: Τον είδε να αλλοφρονεί από λύπη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλλοιώνω — (ΑΜ ἀλλοιῶ, όω) [ἀλλοῖος] 1. κάνω κάτι διαφορετικό, μεταβάλλω, μετατρέπω 2. παραλλάζω, παραμορφώνω 3. παριστάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα 4. παθ. μεταβάλλομαι, γίνομαι διαφορετικός νεοελλ. 1. νοθεύω, παραχαράσσω 2.… …   Dictionary of Greek

  • αλλόφρων — ( ονος), ον (Α ἀλλόφρων) νεοελλ. αυτός που είναι υπερβολικά ταραγμένος, εκτός εαυτού, έξαλλος αρχ. αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει διαφορετική γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. τής οποίας το ά συνθετικό συνδέεται με τη λ. ἄλλος (αιολ.,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”